επίκαυμα

επίκαυμα
το (Α ἐπίκαυμα) [επικαίω]
επιφανειακό κάψιμο, φλύκταινα ή επιφανειακή πληγή από κάψιμο
νεοελλ.
(μεταλργ.) η καταστροφή τών ιδιοτήτων ενός μετάλλου με τη χρησιμοποίηση υψηλής θερμοκρασίας
αρχ.
πληγή πάνω στον κερατοειδή τού ματιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίκαυμα — blister caused by a burn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαύματα — ἐπίκαυμα blister caused by a burn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαύματος — ἐπίκαυμα blister caused by a burn neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκαυση — η (Α ἐπίκαυσις) [επικαίω] το επιφανειακό κάψιμο, η επιπόλαιη καύση τής επιφάνειας ενός πράγματος, καψάλισμα, τσουρούφλισμα νεοελλ. 1. ναυτ. το επιπόλαιο κάψιμο τής γάστρας τού πλοίου, δηλ. τών ξύλινων μερών που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”