- επίκαυμα
- το (Α ἐπίκαυμα) [επικαίω]επιφανειακό κάψιμο, φλύκταινα ή επιφανειακή πληγή από κάψιμονεοελλ.(μεταλργ.) η καταστροφή τών ιδιοτήτων ενός μετάλλου με τη χρησιμοποίηση υψηλής θερμοκρασίαςαρχ.πληγή πάνω στον κερατοειδή τού ματιού.
Dictionary of Greek. 2013.